Της Καλυψώς Κουρτίδη,
Το υπερεθνικό πρότυπο δημοκρατίας στο διαδικτυακό περιβάλλον, που διαμορφώθηκε λόγω της ανάδειξης του ψηφιακού κόσμου, συνιστά μία από τις ισχυρότερες προκλήσεις για τη νομική σκέψη. Καθίσταται πλέον εύκολο για τον διαδικτυακό χρήστη, στο πλαίσιο της διεύρυνσης της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης, σε συνδυασμό και με το ασφαλές πέπλο της ανωνυμίας ή ψευδωνυμίας, να προβαίνει μέσω αναρτήσεων σε προσβολές προσώπων που εκτίθενται δημοσίως σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιστολόγια. Τα πρόσωπα αυτά υφίστανται την κριτική ενός καθολικού θα λέγαμε κοινού, συχνά χωρίς τη βούλησή τους και έρχονται αντιμέτωπα με προσβολές εκφάνσεων της προσωπικότητάς τους, όπως η τιμή και η εικόνα τους. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει, είναι το εάν και κατά πόσο το δικαίωμα της έκφρασης, έκφανση του οποίου συνιστά και η ανώνυμη διαδικτυακή επικοινωνία, θα έπρεπε να οριοθετηθεί νομολογιακά αλλά και νομοθετικά, προκειμένου να θωρακιστούν τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου.
Το δικαίωμα στην ανώνυμη διαδικτυακή επικοινωνία αποτελεί επιμέρους έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης που κατοχυρώνεται τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο (άρθρα 5Α παρ.1 και παρ.2, 14 παρ.1 Συντάγματος, άρθρο 10 παρ.1 ΕΣΔΑ, άρθρο 11 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 19 παρ.2 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα). Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει το δικαίωμα κατοχής, έκφρασης, διάδοσης και λήψης μιας γνώμης και κατοχυρώνεται τόσο η ενεργητική μορφή της ελευθερίας πληροφόρησης (δικαίωμα του πληροφορείν), όσο και η παθητική (δικαίωμα του πληροφορείσθαι, άρθρο 5Α παρ.1 Συντάγματος). Εξάλλου, τα παραπάνω δικαιώματα συνυφαίνονται και με τη θεσμική εγγύηση της πλουραλιστικής διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η ανώνυμη έκφραση λοιπόν στις διαδικτυακές εφαρμογές, έχει κριθεί άξια προστασίας από τον νομοθέτη, ως μέσο προαγωγής του δημοσίου διαλόγου και της πολυμορφίας, γεγονός που απορρέει και από το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα του άρθρου 19 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, που ορίζει ότι «κανείς δεν πρέπει vα υπόκειται σε διακριτική μεταχείριση και να παρενοχλείται για τις απόψεις του».
Αυτό που έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τη νομική κοινότητα, είναι η περίπτωση κατά την οποία οι διαδικτυακοί χρήστες προβαίνουν σε κατάχρηση της ανωνυμίας, θίγοντας σοβαρά έννομα αγαθά και συμφέροντα τρίτων, με εγκλήματα κατά της τιμής όπως εξύβριση, απειλή, δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση. Η εικονικότητα της ταυτότητας πηγής των μηνυμάτων, δημιουργεί πρόβλημα εντοπισμού του παραβατικού διαδικτυακού χρήστη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας και την προστασία του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν.3471/2006 σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2002/58/ΕΚ: «…οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών… προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών». Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος». Το άρθρο 19 του Συντάγματος, ορίζει ότι «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Με μία πρώτη ανάγνωση, φαίνεται πως η έννοια του επιβαλλόμενου απορρήτου του Ν.3471/2006 συμπίπτει με αυτή του 19 Συντάγματος. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί το εξής: στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, εμπίπτει μόνο η επικοινωνία με την έννοια μιας γόνιμης ανταλλαγής ειδήσεων ή διανοημάτων που γίνεται εντός πλαισίου οικειότητας και κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των ατόμων, ενώ η επικοινωνία ή ανταπόκριση εγκληματικού περιεχομένου βρίσκεται εκτός του πεδίου προστασίας.
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη και τη σχετική γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ 12/2009 αναφορικά με το ζήτημα της νομιμότητας των αιτημάτων εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών προς τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να τους παρέχουν στοιχεία εντοπισμού της ταυτότητας των προσώπων που αποστέλλουν μηνύματα εξυβριστικού χαρακτήρα προς τον εγκαλούντα, καθίσταται σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν εντοπίζεται επέκταση της προστασίας του απορρήτου σε οποιοδήποτε εξυβριστικό, δυσφημιστικό και απειλητικό σχόλιο. Επομένως, στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, δε συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος της προστασίας απορρήτου, η άρση του είναι επιτρεπτή και οι ανακριτικές αρχές δικαιούνται να προβούν σε συγκέντρωση του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού για την εξακρίβωση του εγκλήματος και την ταυτοποίηση του χρήστη και του εξοπλισμού του(άρθρα 239, 248 και 251 ΚΠΔ), χωρίς μάλιστα να απαιτείται τήρηση της ειδικής διαδικασίας του Ν.2225/94. Απαραίτητη προϋπόθεση καθίσταται η διενέργεια κυρίας ανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης μετά από παραγγελία Εισαγγελέα. Η παραπάνω γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ λοιπόν, ήρθε να καλύψει το νομοθετικό κενό της άρσης απορρήτου σε πράξεις μη κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως είναι εν προκειμένω η ανάρτηση προσβλητικών, συκοφαντικών σχολίων στο διαδικτυακό περιβάλλον, αφού η άρση του απορρήτου στις κακουργηματικές πράξεις, είναι ούτως ή άλλως επιτρεπτή και ρητά κατοχυρωμένη στον Ν.2225/94.
Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται προς διερεύνηση, είναι η ευθύνη του ιδιοκτήτη ιστολογίου για τα ανώνυμα δυσφημιστικά σχόλια της σελίδας του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Pihl κατά Σουηδίας (αίτηση 74742/14). Συγκεκριμένα, σε ένα ιστολόγιο δημοσιεύθηκε ανάρτηση που έκανε λόγο για τη συμμετοχή του κ. Pihl σε ναζιστικό κόμμα, ενώ ένας τρίτος τον χαρακτήρισε ανώνυμα τοξικομανή. Μετά από καταγγελία του Pihl, το ιστολόγιο διέγραψε το σχόλιο, όμως εκείνος προχώρησε σε αγωγή αποζημίωσης για συμβολικό ποσό, λόγω δυσφήμισης, και μετά την απόρριψη σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στράφηκε στο ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο, προέβη σε στάθμιση του δικαιώματος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, κρίνοντας ότι το σχόλιο δε συνιστούσε μισαλλόδοξο λόγο, ούτε ενέπιπτε στην κατηγορία της ρητορικής μίσους, ενώ δεν παραβλέφθηκε και το γεγονός ότι το σχόλιο αφαιρέθηκε άμεσα μετά την καταγγελία. Πάντως, παρατηρείται μια αλλαγή στην αντιμετώπιση εκ μέρους του ΕΔΔΑ της ευθύνης του ιδιοκτήτη ιστολογίου για ανώνυμα μηνύματα, αφού σε προηγούμενες αποφάσεις το Δικαστήριο είχε ταχθεί υπέρ της ευθύνης του παρόχου. Η διαφορετική αυτή προσέγγιση έγκειται στο ότι για τη θεμελίωση ευθύνης του ιδιοκτήτη, δεν αρκεί τα σχόλια κατά τρίτων να είναι απλώς δυσφημιστικά, αλλά επιπλέον να περιέχουν και μισαλλόδοξο λόγο. Εξάλλου, είναι αυτονόητο ότι μία τέτοιου είδους απαίτηση για διεξοδικό έλεγχο των σχολίων οποιουδήποτε ιστολογίου, θα οδηγούσε σε υπέρμετρους περιορισμούς του δικαιώματος διάδοσης πληροφοριών μέσω του διαδικτύου.
Καθόλου θεωρητική λοιπόν δεν είναι η συζήτηση περί οριοθέτησης της διαδικτυακής ανωνυμίας, ούτε αποτελεί μονόδρομο η προσέγγιση της ελλιπούς στοιχειοθέτησης ευθυνών, λόγω της δυσκολίας εξεύρεσης των παραβατικών χρηστών. Όταν το προσωπείο της ανωνυμίας ενθαρρύνει την τέλεση σοβαρών προσβολών, προκύπτει ζήτημα επιβεβλημένης στάθμισης των επίμαχων αντιτιθεμένων δικαιωμάτων και συμφερόντων.
Βιβλιογραφία:
– ΑΠ γνωμοδότηση υπ’αριθμ. 12/2009 και Ολ. ΑΠ 1/2001
– Ν.2225/94 και Ν.3471/2006
– Decision by the European Court of Human Rights, Third Section, case of Rolf Anders Daniel Pihl v. Sweden, Application no. 74742/14, 9 March 2017
– Δεληγιάννη, Δίκαιο και Επικοινωνία στα Ιστολόγια (Blogs) και στα Νέα Μέσα
– Ιγγλεζάκης, Ο μισαλλόδοξος λόγος στο διαδίκτυο και η ποινική αντιμετώπισή του με τον Ν.
4285/2014, Συνήγορος τ.109/2015, και Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι περιορισμοί του (2014)
– Τσακυράκης, Το απόρρητο της επικοινωνίας
– Χρυσόγονος και Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα 4η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη (2017)
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 3 Μαΐου του 1997. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και παράλληλα ειδικός συνεργάτης Marketing της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Νομικής (ELSA Greece). Στο OffLine Post θα ασχοληθεί με τη σύνταξη νομικών άρθρων, διάφορων τομέων του δικαίου.