Της Πολυτίμης-Μαρίας Βιντσιλαίου,
«America can’t be trusted to run the global market» είναι ο τίτλος του άρθρου, του Τούρκου Υπουργού Οικονομικών Berat Albayarak, όπως δημοσιεύτηκε στο Αμερικάνικο περιοδικό “Foreign Policy” και ήρθε για να συμπληρώσει το “πάζλ” της τούρκικης ρητορικής του Προέδρου Rejep Tayip Erdogan. Ύστερα από την παραλίγο κατάρρευση της λίρας τον προηγούμενο μήνα και παρά τις προσπάθειες της Τούρκικης κεντρικής τράπεζας να την συγκρατήσει, ανεβάζοντας το επιτόκιο της στο 17.7%, τα σενάρια για ενδεχόμενη στήριξη της χώρας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξακολουθούν να βρίσκονται στο τραπέζι. Υπαίτιες για αυτή την οξεία κρίση-‘’επίθεση’’ στην οικονομία, τόσο ο Τούρκος Πρόεδρος όσο και ο Υπουργός Οικονομικών, θεωρούν τις ΗΠΑ, που επέβαλαν δασμολογικά μέτρα στις εισαγωγές ατσαλιού και αλουμινίου με αφορμή τη μη διευθέτηση της υπόθεσης του αμερικανού κληρικού Andrew Brunson. Επρόκειτο για κίνηση ματ απέναντι στην παραπαίουσα, για πολλούς μήνες, τούρκικη οικονομία που αντιμετώπιζε ήδη σημαντικά προβλήματα πληθωρισμού και ‘’οικονομικής υπερθέρμανσης’’.
Η τούρκικη πλευρά σπεύδει μάλιστα να διατυπώσει και τις έντονες ανησυχίες της, σχετικά με το μέλλον των αγορών και την απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη των κρατών εντός του διεθνούς συστήματος. Διατείνεται ότι η επιβολή προστατευτικών κυρώσεων από μια χώρα-σύμμαχο όπως οι ΗΠΑ, φαλκιδεύουν την ανταγωνιστικότητα και υποσκάπτουν τις επιμέρους σχέσεις εντός του Βορειοατλαντικού συμφώνου. Όμως και οι ΗΠΑ, παρά τη διατήρηση των διπλωματικών διαύλων με την τούρκικη πλευρά, διευκρίνισαν διαμέσου tweet του ίδιου του Donald Trump ότι ‘’οι σχέσεις με την Τουρκία δεν είναι καλές αυτή την περίοδο’’.
Η φαινομενικά απότομη σκλήρυνση των δύο πλευρών στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας γεγονότων που ξεκινούν από την τελευταία χρονιά της προεδρικής θητείας του Barak Obama.
Ως εφαλτήριο, της σημερινής αμερικανο-τουρκικής απόστασης, ορίζεται η περίοδος του αποτυχημένου αντικυβερνητικού πραξικοπήματος στην Τουρκία, τον Ιούλιο του 2016. Οι υποψίες του Προέδρου Erdogan, για ενδεχόμενη αμερικανική εμπλοκή στην απόπειρα, ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο, λόγω της άρνησης της αμερικανικής κυβέρνησης να εκδώσει στις τούρκικες αρχές τον, φερόμενο ως εγκέφαλο του πραξικοπήματος, ιεροκήρυκα Fethullah Gulen. Όμως, και η ανάληψη του προεδρικού αξιώματος από τον Donald Trump δεν φάνηκε να αντιστρέφει το αρνητικό κλίμα, παρά τις αρχικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Μάλιστα, η σύλληψη του επιστήμονα της NASA Sherkan Golge, καθώς και τριών τούρκων διπλωματικών υπαλλήλων της αμερικάνικης αποστολής με τις κατηγορίες της συνομωσίας από τις τούρκικες αρχές, επηρέασε σημαντικά τη στάση του νέου Προέδρου.
Το νέο εμπάργκο των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν έφερε σε εξαιρετικά δυσμενή θέση την Τουρκία, λόγω των ισχυρών οικονομικών και εμπορικών δεσμών της με την αποκλεισθείσα χώρα, ζημιώνοντάς την, είτε υποστήριζε τη μια είτε την άλλη πλευρά. Η σημερινή αντιαμερικανική στάση της Άγκυρας τροφοδοτήθηκε όμως και από τις περιφερειακές εξελίξεις. Η επιλογή των ΗΠΑ να εξοπλίσουν το YPG στον συριακό εμφύλιο που δρα στα σύνορα με την Τουρκία προκάλεσε έντονη δυσφορία στην τελευταία. Ο λόγος εντοπίζεται στο χρόνιο πρόβλημα της Τουρκίας με το αυτονομιστικό κίνημα των Κούρδων εντός των συνόρων με πρωτεργάτη σε αυτό, το κουρδικό κόμμα PKK που μαζί με το YPG, θεωρούνται τρομοκρατικές οργανώσεις από την τούρκικη κυβέρνηση. Όμως και η Αμερική χαρακτηρίζει την στάση της Τουρκίας ως παθητικού αποδέκτη του «Ισλαμικού Κράτους», ιδίως λόγω της συχνής αναφοράς υπηκόων της ως χρηματοδοτικών πηγών του παγκόσμιας τρομοκρατικής οργάνωσης.
Το μεγάλο αγκάθι βέβαια, στις σχέσεις των δύο πλευρών είναι η τούρκικη αγορά του αμυντικού συστήματος S-400 από την Ρωσία. Η απόφαση αυτή έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της Αμερικής, καθώς το ενδεχόμενο μη συμβατότητας του ρώσικου συστήματος με το ήδη εγκατεστημένο νατοϊκό καθιστά την συνολική άμυνα της συμμαχίας ευάλωτη. Παράλληλα, εκφράζονται φόβοι ότι το σύστημα αυτό θα μπορεί ενδεχομένως να περισυλλέξει πληροφορίες για τη λειτουργία της νέας γενιάς πολεμικών μαχητικών F-35. Για τους λόγους αυτούς το Κογκρέσο ενέκρινε την απαγόρευση παράδοσης των προσυμφωνημένων F-35 στην Τουρκία μέχρι εκείνη να ακυρώσει την αγορά του S-400. Η Άγκυρα από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι χρηματοδότησε με αρκετά δισεκατομμύρια την κατασκευή των αεροσκαφών και απειλεί να πάει την υπόθεση σε διαιτητικά δικαστήρια, προκαλώντας αμηχανία στα μέλη του Βορειοατλαντικού συμφώνου.
Συνεπώς, θα ήταν τουλάχιστον απλουστευτικό να θεωρήσουμε την αμερικάνικη κίνηση επιβολής δασμών ως απάντηση στην υπόθεση Brunson. Τα αίτια είναι βαθύτερα και χρόνια, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρόκειται για λάθος χειρισμό της αμερικανικής κυβέρνησης, τα αποτελέσματα της οποίας εκτείνονται πολύ πέρα των στενών πολιτικών της διαφορών με την Τουρκία. Μια τέτοια «προστατευτική» κίνηση ζημιώνει όχι μόνο τις επιχειρήσεις σε Τουρκία και ΗΠΑ, αλλά δημιουργεί και ένα δεδικασμένο, αναδεικνύοντας τη σημαντικότερη επιρροή κάποιων κρατών έναντι άλλων στην λειτουργία της διεθνούς αγοράς.
Φυσικά, είναι σκόπιμο να επαναλάβουμε ότι η κρίση της τούρκικης οικονομίας δεν προκλήθηκε από την αμερικανική κίνηση. Απλώς αναδείχθηκαν τα ζητήματα του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού της, αλλά και του σημαντικού ιδιωτικού χρέους στις αγορές, ως αποτέλεσμα του υψηλότατου ρυθμού ανάπτυξης της τούρκικης οικονομίας. Έτσι, με το κατρακύλισμα της τούρκικης λίρας έναντι του δολαρίου, μετά την έναρξη του δασμολογικού bras de fer, προκλήθηκαν φόβοι στους επενδυτές για ενδεχόμενη μη ικανοποίηση των δανειακών τους απαιτήσεων. Αυτό οδήγησε την Τουρκία μπροστά στο σενάριο έλλειψης ρευστότητας και μη κάλυψης των χρεών της. Αντίστοιχος φόβος για μετάδοση της τούρκικης κρίσης προκλήθηκε και σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Σρί Λάνκα, που έχουν εξίσου σημαντικό εξωτερικό χρέος σε δολάριο.
Βέβαια, η οξεία αυτή κρίση, πέρα από τις οικονομικές, ανέδειξε και της πολιτικές δυσχέρειες της Τουρκίας. Η δεκαπενταετής εξουσία του AKP και η ταχεία μετάβαση της Τουρκίας από τη δημοκρατία στο “one man rule” εισάγει νέα δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Προβληματίζει όχι μόνο τους επενδυτές, καθώς αμφισβητείται έντονα η ανεξάρτητη βούληση τούρκικων φορέων, όπως η κεντρική τράπεζα, αλλά και τους ίδιους της τους συμμάχους. Η σύσφιξη των εμπορικών της σχέσεων με τη Ρωσία που φτάνει ακόμα και στην αγορά οπλικών συστημάτων επιτρέποντας, κατ’ επέκταση, σε ένα μη μέλος του ΝΑΤΟ να δραστηριοποιηθεί εντός των συνόρων ενός μέλους παραβιάζει κάποιες άτυπες αρχές που διέπουν την συμμαχία. Έπειτα, οι συνεχείς συλλήψεις ξένων υπηκόων συμμαχικών κρατών, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ με αντικυβερνητικές κατηγορίες, προκαλούν διαρκώς τριβές. Σε κάθε περίπτωση, η εξομάλυνση της κατάστασης θα πάρει αρκετό καιρό, ιδίως μάλιστα αν συνυπολογίσουμε τις ισχυρές προσωπικότητες των δύο ηγετών. Η αποκλιμάκωση επιβάλλεται όμως όχι μόνο από την ισχυρή εξάρτηση Τουρκίας-ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και από την ανάγκη αποκατάστασης των σχέσεων εντός του ΝΑΤΟ αλλά και στα πλαίσια σταθεροποίησης της διεθνούς αγοράς.
Η Πολυτίμη-Μαρία Βιντσιλαίου είναι απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με κατεύθυνση τις Διεθνείς Σχέσεις και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα «Οικονομικά και Δίκαιο στις ενεργειακές αγορές» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές προσομοιώσεις και διεθνή συνέδρια, με διακρίσεις, ενώ έχει υπάρξει μέλος ερευνητικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στη μελέτη της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας.