Του Θοδωρή Μεσημέρη,
Από την ανακοίνωση του Τραμπ ως υποψηφίου για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, πολλοί άνθρωποι ήταν σκεπτικοί για την εξωτερική του πολιτική. Η υποψηφιότητα ήταν αναπάντεχη, κυρίως, λόγω του ότι ο Τραμπ ήταν περισσότερο ένας «celebrity» παρά ένας επιφανής πολιτικός. Σήμερα, όντας ο πρόεδρος της υπερδύναμης των ΗΠΑ, έχει ταυτιστεί με κάποιες δυνάμεις, ενώ άλλες του επιλογές είναι αμφιλεγόμενες.
Αξιοσημείωτο είναι όμως να κατανοήσουμε και την μεταναστευτική πολιτική του Τραμπ, καθώς έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε μια ιδέα για το πως βλέπει τους ξένους και, ιδίως, τους μουσουλμάνους. Ο Τραμπ δεν διέφερε πολύ από τους Ρεπουμπλικανούς προκατόχους του και ακολούθησε τη λιγότερο ευνοϊκή για τους μετανάστες πολιτική. Φιλοδοξούσε, μάλιστα να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα των ΗΠΑ-Μεξικό, πράγμα που έως σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί, και ύστερα δεν είναι ορατό, λόγω κόστους. Ο Τραμπ ισχυρίζεται πως μια τέτοια είδους πράξη δεν είναι ξενοφοβική, αλλά θα γίνει για λόγους ασφάλειας, καθώς οι Μεξικάνοι μετανάστες στην πλειοψηφία τους, σύμφωνα με τον εκείνον, είναι λαθρέμποροι, αυξάνουν την εγκληματικότητα και προβαίνουν σε ασέλγειες.
Εξόν των Μεξικάνων, νομοθετήθηκε η απαγόρευση της εισόδου μεταναστών/προσφύγων από έξι μουσουλμανικές χώρες, τη Υεμένη, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Ιράν, τη Συρία και το Τσαντ (για το οποίο η απαγόρευση άρθηκε).Το συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε είναι ότι, σύμφωνα με τον Τραμπ, το Ισλάμ συνεπάγεται την τρομοκρατία και αυτές οι χώρες είναι οι κύριες πηγές της. Άρα, η εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ισλαμοφοβική. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η στάση του Τραμπ απέναντι στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο, όπου επικεντρώνεται περισσότερο στην εξόντωση των τζιχαντιστών παρά στην παροχή βοήθειας στους ομόθρησκους αντάρτες να ανατρέψουν τον Άσαντ.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2017 ο Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ευνοώντας έτσι το Ισραήλ και το Νετανιάχου. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις στη Παλαιστίνη και προκλήθηκαν αναταραχές. Ποιός ο λόγος; Μήπως περιφρονεί ο Τραμπ τους μουσουλμάνους; Ή για να επεκτείνει την οικονομία του πολέμου;
Ένα άλλο, και πιο σημαντικό, δείγμα ισλαμοφοβίας είναι η σχέση με το Ιράν. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της κυβέρνησης Ομπάμα στην εξωτερική πολιτική είναι η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ που πήρε τη διάσταση μια συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποίαν και υπέγραψαν τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου της Ασφαλείας του ΟΗΕ (Γαλλία, Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο), το Ιράν και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2015. Ο Τραμπ θεωρούσε πάντα το Ιράν μια χώρα που ζει ακόμα στον μεσαίωνα και την παραπάνω συμφωνία τη χειρότερη όλων. Αυτή η στάση οδήγησε και στην απόσυρση από την συμφωνία. Πέρα από τη δυσπιστία του προς τους Πέρσες, ο Τραμπ πιστεύει ότι χάνονται πολλά χρήματα για το πρόγραμμα και ότι, ενώ ο Ρουχανί και ο Χαμενεΐ επαγγέλονται ότι το πρόγραμμα έχει μη απειλητικές βλέψεις, είναι πρόσχημα για τη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Αυτή η σχέση δε θυμίζει πολύ τη σχέση των ΗΠΑ επί Μπους με το Ιράκ, το 2003;
Σημαντικό είναι να σχολιαστούν και οι σχέσεις με τους συμμάχους. Ο Τραμπ στην προεκλογική καμπάνια ισχυρίστηκε ότι χώρες, όπως Ιαπωνία και Ισραήλ θα δέχονταν αρωγή, μόνο αν πληρώνουν τις ΗΠΑ. Πιέζει και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, όπως εξάλλου έκανε και ο Ομπάμα, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις στο ΝΑΤΟ που είναι τα 2% του ΑΕΠ του κράτους-μέλους να πηγαίνουν στις δαπάνες για τις ανάγκες του οργανισμού.
Ο Τραμπ δήλωσε παράλληλα ότι δεν υπάρχει θέμα αν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού δεν επηρεάζει το εμπόριο της Αμερικής με την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Τραμπ όμως, βλέπει την ΕΕ απειλή για την αμερικανική οικονομία, καθώς πιστεύει ότι υπάρχει μόνο για να ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ, πράγμα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα, διότι η Αμερική ενέκρινε την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και η κατανάλωση των αμερικανικών προϊόντων ενισχύει την αμερικανική οικονομία.
Έχοντας υπόψιν τα παραπάνω, είναι αδιαφιλονίκητο ότι ο Τραμπ θεωρεί την πολιτική όχι ένα παιχνίδι διπλωματίας, λογικής και διαλόγου, αλλά την υπεραπλουστεύει με το οικονομικό παιχνίδι. Και ιδού το πρόβλημα: ότι δηλαδή ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός, αλλά μεγαλέμπορος, ο οποίος ακολουθεί την καπιταλιστική παράδοση όπου ο ολιγάρχης συσσωρεύει όλον τον πλούτο, για να εξοικονομεί όσο το δυνατόν περισσότερους “παράδες”. Ακόμα και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ συμφώνησε ότι ο Τραμπ είναι αξιόλογος στις οικονομικές συναλλαγές.
Ο Τραμπ επίσης, πιστεύει πως οι πράξεις της Κίνας, όπως η χειραγώγηση του νομίσματος, τα πλαστά αμερικανικά προϊόντα, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας κ.α, υπονομεύουν το Αμερικανικό εμπόριο. Τα παραπάνω συνέτειναν στην πρόταση για επιβολή δασμών σε κινεζικές εισαγωγές. Ωστόσο, οι ενέργειες της Κίνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ισχυρισμούς του Τραμπ που και αγωνιά για την επικράτηση της Κίνας στο διεθνές εμπόριο, και σίγουρα θα αποπειραθεί να αποτρέψει τον Σι Τζινπίνγκ να πραγματοποιήσει το όνειρό του, που είναι να γίνει ο 21ος αιώνας η εποχή της Κίνας και του Ειρηνικού σε αντιδιαστολή με τον 20ο αιώνα που ήταν η εποχή του Ατλαντικού. Η κυβέρνηση Τραμπ άσκησε επίσης σκληρή κριτική στην επέκταση της ΑΟΖ της Λαϊκής Δημοκρατίας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μέσω της δημιουργίας τεχνητών νησιών.
Τέλος, να μην ξεχνάμε και τις σχέσεις με δύο δυνάμεις που οι Πολιτείες έχουν αντιπαλότητα επί δεκαετίες, τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα. Ο Πούτιν είναι αρεστός στον Τραμπ και θεωρείται ένας άξιος ηγέτης. Ερωτηθείς από δημοσιογράφους για την καταστρατήγηση της ελευθερίας γνώμης και τύπου στη Ρωσία ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι και στις ΗΠΑ συμβαίνει δίωξη σε βάρος των αντιφρονούντων. Μην ξεχνάμε, έξαλλου, ότι θεωρείται πως οι ρωσικές αρχές ενεπλάκησαν στις εκλογές των ΗΠΑ για χάρη του Τραμπ. Όσον αφορά την Βόρεια Κορέα, υπήρξαν εντάσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο φόβος για ξέσπασμα ενός πυρηνικού πολέμου ήταν υφιστάμενος τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο, κατόπιν της συνάντησης του Μουν Τζε-Ιν με τον Κιμ Γιονγκ-Ουν, πείστηκε και ο Τραμπ για συνάντηση με τον ανώτατο ηγέτη, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιουλίου του 2018 στη Σιγκαπούρη. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή είναι καινούργια αρχή για τις σχέσεις ΗΠΑ με Βόρεια Κορέα, ωστόσο καλό είναι να είμαστε επιφυλακτικοί, γιατί υπήρξαν στιγμές που η Αμερική προσπάθησε να έρθει πιο κοντά με τη Βόρεια Κορέα όπως, για παράδειγμα, το 1994 με τη συνάντηση του πρώην, τότε, προέδρου Κάρτερ με τον Κιμ-Ιλ Σουνγκ. Παρ’όλα αυτά οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη, Πιερίας το 1998. Φοίτησε ένα χρόνο στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και πλέον, σπουδάζει στη Νομική του ΑΠΘ. Ενδιαφέροντά του εντοπίζονται στο Διεθνές και στο Ποινικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα αγγλικά, ισπανικά και ρώσικα, ενώ έχει βασικές γνώσεις γερμανικών, πορτογαλικών και γαλλικών.