Του Ιάσωνα Χαλκίδη,
Εδώ και δέκα χρόνια από την ανεξαρτησία του Κοσόβου από τη Σερβία,το 2008, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας της με το μικρό αυτό κράτος των Δυτικών Βαλκανίων. Υπάρχει λοιπόν, ένας στενός και πολυεπίπεδος δεσμός συνεργασίας που τους ενώνει. Σε οικονομικό επίπεδο αρχικά, οι επενδύσεις από χώρες της ΕΕ είναι λίαν εμφανείς στη χώρα, το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών του Κοσόβου καταλήγει σε χώρες της Ένωσης, το Ευρώ χρησιμοποιείται ευρέως στη χώρα και πολλοί Κοσοβάροι πολίτες, αναζητούν έναν καλύτερο μέλλον για τη ζωή τους σε κράτη μέλη της ΕΕ. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο τώρα, το Κόσοβο βρίσκεται στο βασικό στάδιο των διαπραγματεύσεών της με την ΕΕ για την ένταξη σε αυτήν. Έχει καταστεί πασιφανής ο καταλυτικής σημασίας διαμεσολαβητικός ρόλος στις πολύχρονες συζητήσεις του Κοσόβου και της Σερβίας, για τον τελειωτικό καθορισμό του στάτους του πρώτου, οι οποίες έχουν αναζωπυρωθεί πλήρως την τρέχουσα χρονική περίοδο, δίχως βέβαια να ανακύπτει ένα θετικό αποτέλεσμα ακόμα (περισσότερα επί του θέματος θα ειπωθούν παρακάτω).
Πέραν όμως των όποιων θετικών σημείων που διέπουν τις διμερείς σχέσεις ΕΕ και Κοσόβου, αλλά και τις σχέσεις των κρατών μελών της Ένωσης με το Κόσοβο (πχ Ελλάδα), η κατάσταση με το στάτους του Κοσόβου και τις ταραχώδεις σχέσεις του με τη Σερβία, δεν φαίνεται να εξομαλύνονται. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι στιγμής, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας, οι οποίες προωθούνται και υποστηρίζονται από την ΕΕ μέσω της Ύπατης Αρμοδίου για τις εξωτερικές υποθέσεις της ΕΕ, Φεντερικά Μογκερίνι, και του επιτρόπου περιφερειακής πολιτικής της Ένωσης, Γιοχάνες Χαν, φαίνεται να καταλήγουν πάλι σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο, παρεκκλίνοντας και οι δύο από τις δεσμεύσεις που αναγράφονται στο Σύμφωνο των Βρυξελλών, και με τις μεταξύ τους επαφές να παρεμποδίζονται συχνά.
Όπως όλα δείχνουν, λαμβάνοντας υπόψιν και την Δυτική πίεση που δέχονται οι δύο χώρες, από την ΕΕ αλλά και τις ΗΠΑ, για την εύρεση ενός βιώσιμου modus vivendi για το Κόσοβο με την υπογραφή μιας διεκπεραιωτικής συμφωνίας παρόμοιας με αυτήν των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό ζήτημα της δεύτερης, μία συμβιβαστική λύση μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας ίσως να είναι μία συμφωνία που θα περιλαμβάνει μια ανταλλαγή περιοχών (κατ’ επέκταση και πληθυσμών). Οι πιθανές αυτές περιοχές είναι η περιοχή της Μιτρόβιτσα που βρίσκεται στο βόρειο Κόσοβο, όπου και είναι εμφανώς κυρίαρχος ο σερβικός πληθυσμός, με την κοιλάδα του Πρέσεβο, που βρίσκεται στη νότια Σερβία.
Ένα τέτοιο σενάριο προφανώς, θα επέφερε ποικίλες και πολυδιάστατες αλλαγές στο status quo και των δύο χωρών, σε πολιτικό, γεωγραφικό, πληθυσμιακό και σαφώς, διπλωματικό επίπεδο. Ειδικά στην περίπτωση του Κοσόβου, μια τέτοια δραστική αλλαγή στους κόλπους της θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μια εκ νέου αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό του, και να αποτελέσει το έναυσμα για επιπλέον προσκείμενες προς αυτό κινήσεις από τρίτες χώρες, όπως η Αλβανία που αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον άμεσο και στενό εταίρο της χώρας σε όλους τους διακρατικούς τομείς, και η Τουρκία, η οποία έχει επενδύσει πολλά στο Κόσοβο, όπως για παράδειγμα σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Ακόμη, εκτός των προαναφερθέντων, μια τελική διεκπεραίωση του ζητήματος του Κοσόβου, θα έδινε μία επιπλέον ώθηση στις διαπραγματεύσεις του για την ένταξή του σε βασικούς διακρατικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Όσον αφορά βέβαια την ένταξή του στην τελευταία, εκτός της προβληματικής της μη γεφύρωσης των διαπραγματεύσεων Κοσόβου και Σερβίας, υψώνεται και η μόνιμη τα τελευταία δέκα χρόνια προβληματική, της μη αναγνώρισης του Κοσόβου από πέντε μέλη της ΕΕ, με αυτά να είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Κύπρος, η Ρουμανία και η Σλοβακία, με τα δύο πρώτα να αποτελούν τους βασικούς πιονέρους στην όλη στάση. Η Ισπανία δηλώνει αμετακίνητη στη θέση της, και η Ελλάδα, λόγω και της άριστης διπλωματικά σχέσης και συνεργασίας της με τη Σερβία, να κρατά μια σταθερά αρνητική στάση, αλλά πλέον ολίγον τι ‘’νερωμένη’’ , καθώς σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Έλληνας πρωθυπουργός καλωσορίζει την εύρεση μιας μόνιμης λύσης για το εν λόγω ζήτημα.
Εν κατακλείδι, έχοντας κατά νου τα παραπάνω, παρατηρούμε πως τα δύο προαναφερθέντα μελανά σημεία που “χρωματίζουν” το ζήτημα του Κοσόβου, δρουν ως εμπόδια στις σχέσεις ΕΕ και Κοσόβου, με την Ένωση, ναι μεν να έχει κάνει σημαντικές προσπάθειες για να “στήσει της ράγες” που θα οδηγήσουν το Κόσοβο σε ένα ευοίωνο Ευρωπαϊκό μέλλον, με το Κόσοβο όμως, να εκτροχιάζεται μονίμως από αυτές. Αυτό αδιαμφισβήτητα οφείλεται στην μακραίωνη δυστυχή κληρονομιά που κουβαλάει, αλλά και στις χρόνιες ταραχώδεις σχέσεις που έχει με το κράτος της Σερβίας, κυρίως πάνω στο εξαιρετικά εύθραυστο και ρευστό ακόμη, όπως καθίσταται εμφανές, ζήτημα του στάτους του. Επομένως, το αν η ΕΕ και γενικότερα η Δύση, καταφέρει να σταματήσει την τροφοδοσία πυρίτιδας στην Βαλκανική αποθήκη, θα φανεί μονάχα από τις ίδιες τις εξελίξεις. Τροφή για σκέψη…
Είναι βαλκανιολόγος, 25 χρονών και κατάγεται από την Θεσσαλονίκη. Κάνει το μεταπτυχιακό του στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, με ιδιότητα τις Δημόσιες Σχέσεις και τη Διοίκηση, στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία. Έχει διατελέσει ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, έχει αρθρογραφήσει σε ιστοσελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά και ομιλεί 5 ξένες γλώσσες.