15.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΠοια Τοπική, ποια Αυτοδιοίκηση;

Ποια Τοπική, ποια Αυτοδιοίκηση;


Του Γιώργου Κοσματόπουλου,

Το σχέδιο «Κλεισθένης Ι» όχι μόνο μας επιβεβαίωσε ότι η βασική νοοτροπία με την οποία η Κεντρική Εξουσία αντιμετωπίζει τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν έχει διαφοροποιηθεί αλλά και ότι ακόμα δεν έχουμε δει τα χειρότερα.

Μπορεί, κυρίως λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, να έγιναν ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης ενός μεγαλύτερου βαθμού ανεξαρτησίας με το σχέδιο «Καλλικράτης» πλην όμως η κυρίαρχη ιδέα δεν έχει διαφοροποιηθεί ουσιαστικά. Άλλωστε και αυτό το νομοθέτημα περιελάμβανε μία σειρά προβλέψεων που καθιστούσαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση όμηρο του Κεντρικού Κράτους και της κομματικής γραφειοκρατίας. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την θέσπιση των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων οι οποίες ήρθαν ως «καπέλο» στους αιρετούς Περιφερειάρχες (που με θράσος μάλιστα κάποιοι χαρακτήριζαν «μικρούς Πρωθυπουργούς») και που ως επικεφαλής τους τοποθετήθηκαν Γενικοί Γραμματείς διορισμένοι κεντρικά. Ακόμη, τον διορισμό χωρικών Αντιπεριφερειαρχών κατόπιν κομματικής υπόδειξης οι οποίοι μάλιστα εκλέγονταν άνευ σταυρού και δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από τον Περιφερειάρχη σε περίπτωση που η συνεργασία τους καθίστατο αδύνατη.

Στην Πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση επίσης, δεν έλειψαν ιλαροτραγικές καταστάσεις με υπόγεια παζάρια σχετικά με το όνομα του νέου, διευρυμένου Δήμου, με το Υπουργείο Εσωτερικών να προσπαθεί να συμβιβάσει τις επιδιώξεις κομματαρχών, πολιτευτών και βουλευτών, οι οποίοι ερέθιζαν στα τοπικιστικά αντανακλαστικά των τοπικών κοινωνιών προς ίδιον όφελος ενώ χαρακτηριστική ήταν και η υποκρισία που διακατείχε τη θέσπιση των Επιτροπών Διαβούλευσης οι οποίες αποτέλεσαν πεδίο δημόσιων σχέσεων και ατέρμονου «ζυμώματος» μη έχοντας ουσιαστική σχέση με τον διακηρυγμένο τους στόχο, αυτόν της ανοιχτής, δημοκρατικής συζήτησης για τα φλέγοντα ζητήματα. Η πολυδιαφημιζόμενη δε εξοικονόμηση δαπανών επετεύχθη με τη διαρκή περικοπή πόρων, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, κάτι που επηρέασε άμεσα τη λειτουργία των νέων ΟΤΑ προς το χειρότερο. Τη στιγμή μάλιστα που Δήμοι και Περιφέρειες κλήθηκαν να σηκώσουν και το βάρος κυβερνητικών και κομματικών επιλογών που οδήγησαν τη χώρα ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία και συνέβαλαν στη γιγάντωση του μεταναστευτικού ζητήματος. Αν μη τι άλλο, το πρόγραμμα «Ι. Καποδίστριας», που καταργήθηκε από τον «Καλλικράτη», παρά και τις στρεβλώσεις που επίσης το χαρακτήριζαν, προίκισε Δήμους και Νομαρχίες με προσωπικό, υλικοτεχνική υποδομή και χρηματοδοτικά εργαλεία σε μια εποχή που στο πλαίσιο σύγκλισης με τα υπόλοιπα κράτη της Ενωμένης Ευρώπης, ενόψει υιοθέτησης του ευρώ και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων εισέρρεαν στη χώρα πακτωλός χρημάτων.

Η νέα μεταρρύθμιση του «Κλεισθένη Ι» έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα πρόβλημα στη λειτουργία των καθημαγμένων ΟΤΑ. Πέρα από τη διαχρονική έλλειψη διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας η Αυτοδιοίκηση έρχεται αντιμέτωπη πλέον και με το φάσμα της πολιτικής παράλυσης, απόρροια της θέσπισης του συστήματος της απλής αναλογικής για την εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Συμβούλων. Αν κάτι διέκρινε την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση και αποτελούσε εγγύηση για τη λειτουργία της ήταν ο σταθερός εκλογικός κύκλος και η εξασφάλιση μιας σχετικά άνετης πλειοψηφίας στον Δήμαρχο και στον Περιφερειάρχη ώστε να μπορούν να υλοποιήσουν βασικές προγραμματικές του δεσμεύσεις. Πλέον χάνουν και αυτό το προνόμιο ! Η επίκληση της δικαιότερης έκφρασης των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών των τοπικών κοινωνιών είναι ψευδεπίγραφη. Πρώτον, διότι αποτελεί τεράστια αντίφαση η συγκρότηση του Συμβουλίου να προκύπτει ως προϊόν μίας εκλογικής διαδικασίας που διεξήχθη στο πλαίσιο της απλής αναλογικής και η ανάδειξη του Επικεφαλής να προκύπτει μέσω πλειοψηφικού συστήματος. Ένας Δήμαρχος ή ένας Περιφερειάρχης λοιπόν δύναται να απολαμβάνει τεράστιας εκλογικής στήριξης και ταυτοχρόνως αυτό να μην αποτυπώνεται στους συσχετισμούς των αντιστοίχων συμβουλίων με αποτέλεσμα την αδυναμία υλοποίησης του προγράμματος το οποίο υπερψηφίστηκε από το εκλογικό σώμα. Αντιθέτως, θα παραμένει δέσμιος ισχνών μειοψηφιών και θα καταλήγει σε μία λογική συνδιαλλαγής που θα θολώνει ουσιαστικά το πολιτικό του στίγμα και θα φαλκιδεύει τελικά τη λαϊκή βούληση.

Ο πραγματικός λόγος που η Τοπική Αυτοδιοίκηση οδηγείται σε αυτή την πρωτοφανή απαξίωση έχει να κάνει με την πρόθεση της σημερινής κυβέρνησης να διατηρήσει θύλακες εντός των Δημοτικών και Περιφερειακών Συμβουλίων. Η μεγαλύτερη έλλειψη άλλωστε του ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζεται στο επίπεδο του αυτοδιοικητικού στελεχιακού δυναμικού. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ακόμη και το 2014 όταν ο σημερινός, βασικός κυβερνητικός εταίρος κυριαρχούσε πολίτικα όντας το απόλυτο φαβορί των εθνικών εκλογών και έχοντας κερδίσει ξεκάθαρα τις ευρωεκλογές, σε επίπεδο Δήμων και Περιφερειών ηττήθηκε καθαρά. Με δεδομένη λοιπόν την προδιαγεγραμμένη ήττα του στις πολλαπλές κάλπες που θα στηθούν εντός του 2019 επιθυμεί να αναδείξει μικρά σχήματα που θα εκλέξουν έναν πολύ μικρό αλλά ταυτοχρόνως και πολύ σημαντικό αριθμό Συμβούλων, κρίσιμο για τη λειτουργία των Οργάνων. Αυτά τα στελέχη θα μπορούν είτε μπαίνοντας στη λογική της συνδιαλλαγής να αποσπάσουν σημαντικές θεσμικές θέσεις είτε να επιδοθούν σε έναν ανταρτοπόλεμο μπλοκάροντας αποφάσεις και προκαλώντας τεράστια φθορά στις προσκείμενες σε άλλα κόμματα Αρχές.

Από την άλλη ως απάντηση εκ μέρους της ΝΔ κυοφορείται το σχέδιο της καθόδου πολλών συνδυασμών προερχόμενων από την ίδια ώστε αφού εκλεγούν υπό τη σημαία αυτών έστω και λίγοι Σύμβουλοι την επομένη των εκλογών αυτοί να λειτουργήσουν συμπαγώς ως μία παράταξη εξασφαλίζοντας στον Επικεφαλής την αναγκαία πλειοψηφία.

Είναι φανερό ότι υπό τις συνθήκες αυτές αποκλείεται να έρθουν καλύτερες ημέρες για την Αυτοδιοίκηση. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι της δίνεται η χαριστική βολή. Μιας και η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει κάνει τις επιλογές της στον χώρο αυτό η επόμενη οφείλει να αλλάξει άμεσα τον συγκεκριμένο ρόλο. Το μεταρρυθμιστικό ένδυμα που είναι πολύ της μόδας στην ελληνική πολιτική σκηνή θα παραμείνει αδειανό αν δεν συνοδευτεί από πράξεις πραγματικά μεταρρυθμιστικές. Μία τέτοια είναι αν αποκτήσει ουσιαστικό νόημα ο τίτλος «Τοπική Αυτοδιοίκηση»…


Γιώργος Κοσματόπουλος

Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κοσματόπουλος
Γιώργος Κοσματόπουλος
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 του χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.