Της Δήμητρας Φαντίδου,
Ευρώπη 2018, και οι διαμάχες για το τι πρέπει –ή δεν πρέπει- να κάνουν τα κράτη καλά κρατούν! Πράγματι, τα –άλλοτε- συλλογικά και δημόσια αγαθά, που αγορά και εταιρίες αδυνατούν να προσφέρουν, μπορούν πολύ –πάρα πολύ- εύκολα να «εκφυλιστούν» – από το διαρκώς συρρικνούμενο, κατά το δοκούν, κράτος. Αρκεί μονάχα να λάβουμε υπόψη μας τρεις έννοιες: Παιδεία, Υγεία, Αγαθά κοινής ωφελείας. Και τα τρία, με το δικό τους τρόπο γίνονται μπαλάκι των πολιτικών αντιπαραθέσεων των εκάστοτε αντιπολιτευόμενων πολιτικών παραγόντων σε μια Δημοκρατία. Ας επισημάνουμε όμως, στο σημείο αυτό, πως αντιπαραβάλλεται το νεοφιλελεύθερο παράδοξο με όρους Δημοκρατικού Σοσιαλισμού. Άλλωστε, οι όροι που μια Δημοκρατία θέτει -κι όχι το εκτεταμένο μέγεθος ενός κράτους- είναι αυτοί που υποδεικνύουν στη νεοφιλελεύθερη πτέρυγα τους αναγκαίους συμβιβασμούς.
Κι όμως, έτσι είναι! Ο μη δημοκρατικός κρατικός σοσιαλισμός δεν ήταν εκείνος, που κατέδειξε πως ένα εκτεταμένο κράτος –χωρίς δημοκρατία– δυστυχώς δε μπορεί να εγγυηθεί στο ακέραιο τα συλλογικά αγαθά;
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχουν, αλήθεια, σήμερα σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, τις οποίες μπορούμε να συγκρίνουμε με τα όσα συναποτελούν τη νεοφιλελεύθερα διαρθρωμένη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα; Αυτό που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Σοσιαλδημοκρατική Ευρώπη», συνιστά την εξαίρεση στον αυστηρά εφαρμοσμένο κανόνα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, το δημοκρατικό κόμμα του Ματέο Ρέντσι ήταν αυτό που έσπειρε το αίσθημα του φόβου στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας.
Κι αν οι κυβερνήσεις, που αναφέρουμε πιο πάνω, δεν κατακλύζουν τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, ορθώς επιμερίζονται ευθύνες πολιτικών επιλογών; Ανατρέχοντας πίσω, στο καταλυτικής σημασίας για τις διαστάσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2008, εύκολα αντιλαμβανόμαστε την πολιτική και εκλογική κατιούσα, την οποία ο χώρος εκ τότε ακολούθησε. Αυτό πιστοποιούν αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων των ευρωπαϊκών κρατών. Πώς, λοιπόν, φαίνεται να αρθρώνεται το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στη σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα; Πώς ορίζουν τη συνέχειά της οι πολιτικοί εκφραστές της και πώς μπορεί να συμβαδίσουν με αυτό οι πάλαι ποτέ αντίπαλοι της;
Όλα, λοιπόν, συνηγορούν και κατατάσσουν τη σοσιαλδημοκρατία σε ένα καθεστώς σήψης και αποσύνθεσής της. Ο χώρος της κεντροαριστεράς, υπό την ευρεία μάλιστα, έννοια, και οι πολιτικές επιλογές, με τις οποίες συνδέεται –ή τον συνδέουν– συχνά καταδεικνύεται ως ο κύριος –αν όχι ο μόνος– από το νεοφιλελεύθερο δέος, υπαίτιος της οικονομικής καταστροφής. Όμως, για την κοινωνική πτυχή της καταστροφής, ποιος νοιάζεται; Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνία, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτινάζει και αποζητά παράλληλα, ένα δημοκρατικό και προοδευτικό σχηματισμό, που θα την ξυπνήσει από τον πολιτικό λήθαργο. Για τους βιαστικούς επικριτές, πράγματι τα αυξημένα ποσοστά των ακροδεξιών και ξενοφοβικών κομμάτων ανά την Ευρώπη, αντίκεινται στην παραπάνω θέση. Ας λάβουμε υπόψη μας την κυριότερη αιτία αυτής της μεταστροφής. Ακροδεξιές αντιλήψεις αυξανόμενα δεσπόζουν στην Ευρώπη, αφού ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας «πληρώνει» ακριβά λανθασμένες πολιτικές επιλογές και συνεργασίες. Ο λόγος, για την άκριτη προσχώρηση τμημάτων της στην απελευθέρωση των αγορών και τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, γεγονός που εξηγεί και την «αλλαγή» της ταυτότητας της.
Την ίδια στιγμή, η «Αριστερά» της Γηραιάς Ηπείρου τάσσεται ολωσδιόλου κατά κάθε συζήτησης, κάθε συμβιβασμού. Όμως, ο κεντροαριστερός χώρος, εκμεταλλευόμενος αυτήν την πολυσημία, ρέπει πότε προς την Αριστερά, πότε προς το συγχυσμένο πολιτικά κέντρο. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, το παράδειγμα συνασπισμού του Γερμανικού SPD με τους Χριστιανοδημοκράτες. Η σοσιαλδημοκρατία είναι για πολλούς, εκείνο το κακό που ξορκίζεται από δύο πλευρές: Τη μεν πρώτη, εξ αριστερών, αφού κρίνεται ως ο μετριοπαθής δρόμος, που δεν κατάφερε να βάλει πάνω από συμφέροντα και όρους καπιταλιστικούς, ανάγκες και αδυναμίες κοινωνικές. Τη δε δεύτερη, εκ (άκρο)δεξιών, αφού κρίθηκε εξ ολοκλήρου ανεπαρκής στο οικονομικό πεδίο από το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα.
Το μέλλον, δηλαδή, της Σοσιαλδημοκρατίας, ή ενός επαναπροσδιορισμένου Δημοκρατικού Σοσιαλισμού με όρους ευρωπαϊκούς, φαίνεται να είναι άθροισμα πολλών παραγόντων. Εις εξ αυτών, το υποσχόμενο και πλούσιο διδασκαλίας παρελθόν. Ποιος άραγε δε θυμάται τις σοσιαλιστικές ιδέες και επιλογές σε ολόκληρη την Ευρώπη; Αρκεί αυτό να λειτουργήσει σαν μια δυναμική βάση, κι όχι ως αδιαπέραστο ταβάνι. Η δέσμευση για μια ρυθμιστική́ κοινωνική́ πολιτική́ περιλάμβανε εκτός της δημοσίας παιδείας, τη δημοσία υγεία, την πρόνοια για τις ευαίσθητες ηλικίες και την επέκταση των αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ως βασικού συντελεστή διεύρυνσης της δημοκρατίας.
Ωστόσο, αν κανείς επιδιώκει μια αρχή, οφείλει, να χρησιμοποιήσει, πολλώ δε μάλλον δημιουργήσει πάνω στην εμπειρία του σοσιαλιστικού παρελθόντος. Σημειωτέον, βέβαια, πως αυτό ισχύει πέρα από κάθε άλλη περίπτωση, πρωτίστως για την ελληνική. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ελληνικός λαός υπήρξε σημαντικός αποδέκτης των «κοινωνικών αποτόκων» του ιδεολογήματος αυτού (Παιδεία, Υγεία). Για να επιστρέψουμε, όμως, στην πορεία προς την «εξυγίανση» (ας μου επιτραπεί ο όρους) αυτής της εκδοχής του δημοκρατικού σοσιαλισμού, δεν αρκεί να δημιουργείς με βάση κάποιον γνώμονα, αλλά και να τον ξεπεράσεις. Με όρους, λοιπόν, πολιτικούς το κρίσιμο ζήτημα που ανακύπτει, συναρθρώνεται πέριξ της κοινωνικής ευημερίας και ανάκαμψης. Στην Ευρώπη, ο συντηρητισμός βρίσκεται σε θέση, πλεονεκτικότερη. Ο χώρος της προοδευτικής σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να στέκεται αμέτοχος έναντι ζητουμένων, που πρωτοεμφανίστηκαν από τους κύκλους της. Οι σοσιαλιστές (και δη οι προερχόμενοι εκ του δυτικού́ πολιτισμού́) οφείλουν να παραδεχτούν την υφιστάμενη υλική́ ευημερία. Βέβαια, δε μπορούν να παραβλέψουν πως αυτή δημιουργήθηκε, δομούμενη στον ανομοιογενώς κατανεμημένο πλούτο και φυσικά, την αδίκως κατανεμημένη ευημερία.
Είναι αναγκαίο οι προερχόμενοι από κοινή μήτρα, σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλιστές, να αντιταχθούν και να συγκρουστούν με τους όρους της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, στην επίπονη πορεία του περιορισμού της. Ήρθε η στιγμή, άλλωστε, να υπερβούμε τη στείρα «ταμπελοποίηση» των καιρών. Αυτήν που ταυτίζει άνευ όρων την αποδοχή ενός ελεγχόμενου καπιταλισμού με τη στάση των σοσιαλδημοκρατών. Κι όμως, δεν είναι έτσι.. Ή μάλλον, δεν είναι μόνο έτσι! Σήμερα, για πολλούς, Σοσιαλδημοκρατία και Πολιτικός Φιλελευθερισμός είναι τινά άρρηκτα συνδεδεμένα. Ωστόσο, η Σοσιαλδημοκρατία – σε πολλές εκδοχές της – κρατά μια στάση αντιπαλότητας, έναντι του Οικονομικού Φιλελευθερισμού, που κυριαρχεί στις ελεύθερες και ανεξέλεγκτες αγορές.
Αρκεί να αντιληφθούν το ρόλο της μόνης ,ίσως, πολιτικής δύναμης, ικανής να εκφράσει μη προνομιούχους εκτός των κερδών, να συνεργαστεί στο πλαίσιο αυτό. Το δεύτερο σκέλος σηματοδοτεί πέρασμα από́ το μοντέλο του ελεγχόμενου καπιταλισμού́, σε αυτό́ της Σοσιαλδημοκρατίας. Μοντέλο με πρόσημο και πρόσωπο δημοκρατικό, προοδευτικό και κοινωνικό. Στον βαθμό, λοιπόν, που θα ανταποκριθεί στην παραπάνω πρόκληση, η Σοσιαλδημοκρατία θα κατορθώσει εκ νέου να αναλάβει τα πολιτικά ηνία στον κεντροαριστερό χώρο.
Φοιτεί στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, έχοντας παρακολουθήσει και μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εντοπίζονται στην Πολιτική Ανάλυση, την Πολιτική Επικοινωνία και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Πολιτικές. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά, έχοντας και γνώσεις ιταλικών. Έχει εργαστεί για το Γερμανικό Ινστιτούτο του Μονάχου, και συνεργαστεί σε επίπεδο ερευνών με το Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Εκπονεί την πρακτική της άσκηση στο Γραφείο της Προέδρου της ΕΡΤ3.