Του Πάνου Ιορδανίδη,
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερον ότι η συριακή κρίση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για μια πληθώρα αλληλοαποκλειούμενων γεωστρατηγικών επιδιώξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Από πολύ νωρίς, το Ισραήλ αναμείχθηκε αναζητώντας τον περιορισμό της Χεζμπολάχ. Ομοίως, το Ιράν υποστήριξε σθεναρά τόσο τον Άσαντ όσο και διάφορες σιιτικές ομάδες μαζί με τη Χεζμπολάχ. Όμως ο συντελούμενος πόλεμος δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των δύο κρατών, έχει λάβει νέες δυναμικές τον τελευταίο καιρό. Το αποκορύφωμα θα επέλθει μοιραία εάν το Ισραήλ πραγματοποιήσει την τελευταία του απειλή, μην περιορίζοντας τις επιχειρήσεις του σε συριακό έδαφος, με στόχο τους βαλλιστικούς πυραύλους που φέρεται ότι μετέφερε το Ιράν στο Ιράκ.
Το ναδίρ των διπλωματικών σχέσεων αποτυπώνεται με τεράστια ακρίβεια όταν ένα κράτος έχει ως ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο τον πλήρη αφανισμό ενός άλλου. Έτσι λοιπόν, το Ιράν, μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, απέκτησε ως βασική στόχευση την κατάλυση του “Σιωνιστικού καθεστώτος”. Από την άλλη, το Ισραήλ, βλέποντας ότι αυτή η στόχευση θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί εάν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά, επιδιώκει τον περιορισμό απόκτησης ισχύος τέτοιου βεληνεκούς.
Πράγματι, τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης του ριζοσπαστικού ισλαμικού καθεστώτος, ο διεθνής απομονωτισμός, ο οκταετής πόλεμος με το Ιράκ, και η ηγεμονία της Σ. Αραβίας, δεν επέτρεψαν στο Ιράν να πλησιάσει σε κάτι τέτοιο. Το πυρηνικό πρόγραμμα όμως αναπτυσσόταν σιωπηλά. Με βοήθεια ρωσικής τεχνογνωσίας, φτάσαμε σε σημείο να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου που καταγράφτηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μη-ειρηνικούς σκοπούς. Και ο σκληροπυρηνικός πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ θα ήταν πρόθυμος να αξιοποιήσει έναν τέτοιο μοχλό πίεσης. Επιπρόσθετα, το Ισραήλ δοκιμαζόταν συνεχώς στα σύνορα του με τον Λίβανο, όπου η Χεζμπολάχ εξαπέλυσε επιθέσεις και ολοένα αύξανε την επιρροή της. Παράλληλα, η πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν μετά την αμερικανο-βρετανική εισβολή του 2003, προσέδωσε στο Ιράν ένα έξτρα στρατηγικό βάθος, αφού η σιιτική ιρακινή πλειοψηφία εδραιώθηκε στην εξουσία.
Ένα τέτοιο υπόβαθρο ισχυροποίησε την Ισλαμική Δημοκρατία και προετοίμασε το έδαφος για τις επερχόμενες συγκρούσεις. Οι πύραυλοι των μαχητών της Χεζμπολάχ το 2006, σηματοδότησαν την απαρχή της δι’ αντιπροσώπων σύγκρουσης, όπου Φρουροί της Επανάστασης παρείχαν στήριξη στην σιιτική οργάνωση στο εν λόγω εγχείρημα. Ταυτόχρονα, η Χαμάς κερδίζει τις παλαιστινιακές εκλογές, και το 2007 αποκτάει τον έλεγχο της Γάζας. Οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Παλαιστίνιους φονταμενταλιστές και στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κλιμακώνονται, ενώ η Τεχεράνη επιδίδεται σε πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη των προσπαθειών της Χαμάς. Ο συριακός εμφύλιος έμελλε να αποτελέσει ένα ακόμη κεφάλαιο σε αυτήν τη σύγκρουση.
Το Ισραήλ έχει να επιχειρήσει σε ιρακινό έδαφος από το 1991 στον Πόλεμο του Κόλπου. Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στο να δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, ο Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας την ετοιμότητα του να αντιμετωπίσει κάθε ιρανική απειλή εκτός συριακού εδάφους; Αφενός, οι ανακατατάξεις που προήλθαν με τις Αραβικές Εξεγέρσεις, έθεσαν την Τεχεράνη ως υπολογίσιμη γεωστρατηγική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Εντός των πλαισίων της σαουδαραβο-ιρανικής αντιπαλότητας, η Ισλαμική Δημοκρατία απέκτησε επιρροή μέσω των συγκρούσεων σε Συρία, Ιράκ και Υεμένη έναντι του Ριάντ, ενώ οι δορυφόροι των ιρανικών επιδιώξεων (Χεζμπολάχ, Φρουροί της Επανάστασης και πολυάριθμες ένοπλες σιιτικές ομάδες) δρουν με μεγαλύτερη ευκολία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μέσης Ανατολής. Αφετέρου, η αμερικανική εξωτερική πολιτική έρχεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με το Ισραήλ μετά την εκλογή του Τραμπ. Αυτό ισχυροποιεί την θέση του Τελ-Αβίβ έναντι των αντιπάλων του, καθώς πράξεις όπως η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ ή η απόσυρση των ΗΠΑ από την ιρανική πυρηνική συμφωνία συμμεριζόμενη τους ισραηλινούς ισχυρισμούς, δίνουν στο Ισραήλ “λευκή επιταγή”.
Έτσι λοιπόν, φτάνουμε στο ανήκουστο, δεδομένου των ιστορικών πεπραγμένων, γεγονός: Σ. Αραβία και Ισραήλ σχηματίζουν ένα ιδιόμορφο consensus εναντίων του Ιράν. Με τη βοήθεια του αμερικανικού παράγοντα, Ριάντ και Τελ-Αβίβ ενδυναμώνονται με γνώμονα το ρητό “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”.
Η κλιμάκωση του ισραηλινο-ιρανικού proxy war, διαφαινόταν ότι θα λάβει νέες διαστάσεις με την επικείμενη έκβαση του συριακού εμφυλίου. Μετά από μακροχρόνιες αιματηρές συγκρούσεις και την -τουλάχιστον εδαφική- ήττα του “Ισλαμικού Κράτους”, το τόξο Άσαντ-Ρωσία-Ιράν εξέρχεται νικηφόρο. Το Ιντλίμπ, παραμένει το τελευταίο μεγάλο προπύργιο της “Συριακής Αντιπολίτευσης”. Το κουρδικό ζήτημα αποτελεί το τελευταίο αγκάθι που θα επιχειρηθεί να διευθετηθεί διπλωματικά στην επικείμενη ειρηνευτική σύνοδο. Το Ισραήλ δεν φαίνεται αρνητικό ως προς την επανάκτηση της Συρίας από τον Άσαντ. Αντιθέτως όμως, δεν θα δεχόταν σε καμία των περιπτώσεων την ιρανική επιρροή στο κατώφλι του, εναγκαλίζοντας την γεωστρατηγική του ασφυξία (Χαμάς στη Γάζα και Χεζμπολάχ στο Λίβανο). Γι αυτό και οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν στα Υψίπεδα του Γκολάν, το καθεστώς των οποίων δυνητικά μπορεί να αμφισβητήσει.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οποιοσδήποτε ιρανικός βαρύς οπλισμός “πλησιάσει” το Ισραήλ, τίθεται ζήτημα ζωτικής σημασίας για την ισραηλινή άμυνα, ή τουλάχιστον πάνω σε αυτό το δόγμα βασίζεται το Τελ-Αβίβ. Ομοίως λοιπόν, οι ιρανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι στο Ιράκ, μπορούν να αποτελέσουν αιχμή του δόρατος για περαιτέρω κλιμάκωση.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποια δεδομένα τα οποία λειτουργούν ως check and balances και ίσως αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο. Μπορεί το Ισραήλ να στηρίζει την στιβαρή ισχυροποίηση του στις πλάτες των ΗΠΑ, όμως πόσο πρόθυμοι θα ήταν οι Αμερικάνοι να επιτρέψουν την ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση του Ιράκ που -θεωρητικά- πασχίζουν να κρατήσουν σταθερό τόσα χρόνια μετά την πτώση του Σαντάμ; Επιπλέον, η Ρωσία δεν θα διακινδυνέψει σε καμία των περιπτώσεων τα κεκτημένα της στη Συρία ρισκάροντας μια μετωπική σύγκρουση του συμμάχου της με το Ισραήλ. Σε αντιδιαστολή με τα Βατερλώ που έχει υποστεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, η Μόσχα φαίνεται ότι κινείται πιο μεθοδικά, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν -και από τα ιστορικά δεδομένα- τι σημαίνει ένας πόλεμος με το Ισραήλ.
Εν τέλει, η ένταση σε περιφερειακό επίπεδο βρίσκεται στα ύψη, όμως, εξ όσον φαίνεται, ο διεθνής παράγοντας δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Σίγουρα η μετατόπιση του θεάτρου του πολέμου και το άνοιγμα νέων μετώπων δεν συγκαταλέγεται στις συμφέρουσες προοπτικές.
Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.