Της Κατερίνας Δαουτάκου,
Μετά από πολύ καιρό και με μία συνεχόμενη ροή των γεγονότων επί της θητείας του Αμερικανού προέδρου Donald Trump, μας δίνεται η ευκαιρία να θίξουμε την εξωτερική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ και τις νέες προοπτικές, που δημιουργούνται σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Είναι μία ευκαιρία για αναθεώρηση, για εξισορρόπηση ή για βολιδοσκόπηση;
Καλό θα ήταν όμως να τα πάρουμε από την αρχή. Είχε ασχοληθεί ποτέ πριν ο σημερινός πρόεδρος με την πολιτική; Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες, που τον έφεραν στην εξουσία; Ποια τακτική ακολουθεί για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Διατηρεί την «Pax Americana»; Θα δημιουργήσει μία νέα τάση μέσα από αυτή ή θα προτιμήσει την πολιτική του «America First»; Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορέσει να συνδυάσει αυτές τις δύο δυναμικές και να τις εξισορροπήσει;
Πολλά πράγματα είναι ικανά να αποκαλυφθούν από την αφετηρία του Trump στην πολιτική του πορεία. Ας αρχίσουμε με το γεγονός ότι το ενδιαφέρον για την ενεργή ενασχόληση του με την πολιτική δεν ξεκίνησε το 2016 αλλά το 1987. Αρκετές φορές είχε φτάσει πολύ κοντά στο να γίνει πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αλλά και του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, στο οποίο δεν τα κατάφερε. Είναι ένας φιλόδοξος άνθρωπος, που ήθελε να καταπιαστεί με την πολιτική από σχετικά μικρή ηλικία. Ο λόγος του και οι πεποιθήσεις του πάνω στα πολιτικά θέματα φανέρωναν τις πολιτικές του καταβολές από την αρχή.
Περισσότεροι ήταν οι παράγοντες που τον έφεραν ακόμη πιο κοντά στην εξουσία, ειδικότερα το 2016, που του προεξασφάλισαν και το Προεδρικό Αξίωμα. Ο Obama με την λήξη της θητείας του, άφησε μερικά τρωτά σημεία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που, όχι μόνο δεν άφησαν περιθώρια να αναδειχθεί και να παραμείνει σταθερή η παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία στο πλαίσιο της «Pax Americana» -δηλαδή ως μια υπερδύναμη,που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της,κρατώντας σταθερές τις φιλελεύθερες αξίες και δομές στην υπόλοιπη οικουμένη- αλλά αντίθετα, τις έθεσε και σε αμφιβολία (βλ. Ιράν, Συρία, Κριμαία).
Σε αυτό μοιραία συνέβαλαν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μαζί με την αύξηση της ανεργίας, τους κακούς χειρισμούς των μεταναστευτικών ροών και των τρομοκρατικών χτυπημάτων. Προβλήματα και καταστάσεις που ολοένα αυξάνονταν και δυσχέραιναν τις συνθήκες διαβίωσης του αμερικανικού λαού, δημιουργώντας έτσι μία πικρία, μία απόγνωση και ταυτόχρονα, μία αμφιβολία για την εξασφάλιση της ασφάλειας, τόσο στο πεδίο των πολιτών και των πολιτειών, όσο και στην διεθνή παρουσία.
Από την μεριά του, ο Trump επωφελήθηκε από την απήχηση που βρήκαν τα επιχειρήματα του στον μέσο Αμερικανό πολίτη. Μέσα στην οργή των πολιτών βρίσκει αποκούμπι το επιχείρημα του, ότι η Αμερική πρέπει να κοιτάξει προς το εσωτερικό της, να θέσει πρώτη προτεραιότητα τον εαυτό της και να απορρίψει κάποιες συγκεκριμένες διεθνιστικές πεποιθήσεις, λαμβάνοντας υπόψιν ότι, ίσως θα πρέπει να κινηθεί είτε ενάντια στο δομημένο υπάρχον σύστημα είτε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά μέσα σε μεγαλύτερο βαθμό από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ως ένα βαθμό θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ο Trump δεν έχει χρησιμοποιήσει μεμονωμένα κάποιο στοιχείο από τα δύο. Ως businessman αναγνωρίζει, ότι θα πρέπει να παίξει με το φιλελεύθερο σύστημα, όπου είναι και η βάση της σύγχρονης καθεστηκυίας τάξης και να δράσει αναλόγως. Αν και είναι γνώστης, ότι η χώρα του δεν είναι ένα κράτος που στηρίζεται μόνο στις συναλλαγές αλλά, κυρίως στην βαριά βιομηχανία -όπως αυτή των όπλων-, επενδύει ταυτόχρονα στον ρεαλισμό.
Αν και πρώτα, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι ο Trump χρησιμοποιεί άμεσα ως πολιτική επικοινωνίας και ως στόχο το «America First» στην εξωτερική του πολιτική, γίνεται αντιληπτό, ότι προσπαθεί να επιβεβαιώσει, πως η υπερδύναμη είναι μία και να υπενθυμίσει στον οποιοδήποτε εταίρο που κάθεται απέναντί του ότι η δομή που έχει το σύστημα του ή ο οργανισμός του είναι γέννημα θρέμμα Δύσης, συγκεκριμένα Αμερικανικής Καταγωγής («Pax Americana»). Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου στο πρώτο προέτρεψε να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες μερικών μελών (Βέλγιο, Γερμανία) προς όφελος της Συμμαχίας και των ΗΠΑ, και στο δεύτερο την επιβολή δασμών για την απαίτηση ενός δικαιότερου εμπορίου, τόσο με την Γηραιά Ήπειρο, αλλά όσο και με την Κίνα, όπου θα ωφελήσει και τις δύο, αλλά το συγκριτικό πλεονέκτημα θα το έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Βέβαια, το «America First» ως βαρύνουσα στρατηγική και συνάμα πολιτική όχι μόνο πήγε πίσω την «Pax Americana» σε μερικά σημεία, αλλά έδωσε πάτημα σε τρίτους παράγοντες να αναδυθούν, όπως συνέβη με την Τουρκία, η οποία κατέλαβε το Αφρίν και τυπικά επέκτεινε τα σύνορα της. Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία δεν σταματάνε μόνο εκεί, αλλά επεκτείνονται και στο θέμα της αγοράς πυραυλικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία, στην εκπαίδευση πιλότων για τα F-35, αλλά κυρίως στις κρατήσεις Αμερικανών υπηκόων στην χώρα. Σαφώς οι σχέσεις των δύο κρατών δεν εξαρτώνται μόνο από αυτούς τους παράγοντες αλλά και από ενδότερους.
Σημασία παρόλα αυτά, δεν έχει μόνο το να εξεταστεί η πολιτική Trump μεμονωμένα, αλλά να αποκωδικοποιηθεί και να παρατηρηθεί συνολικά. Αν και σε πρωταρχικό στάδιο μπορεί κάποιος να βγάλει ένα συμπέρασμα για την πολιτική που ακολουθεί, αναγκαίο είναι να συνδυάσει τα κομμάτια του παζλ με προσοχή, συγκρίνοντάς την με εκείνη των προηγούμενων προέδρων. Όχι με σκοπό «να μπει στα παπούτσια» του σημερινού προέδρου και να προβλέψει γεγονότα και καταστάσεις, αλλά για να δει στο περίπου τον τρόπο σκέψης και τις τακτικές που χρησιμοποιεί βαθύτερα, για να μπορέσει να καταλάβει την δυναμική του ως ηγέτης και παράλληλα τις δυνατότητες που έχουν οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή.
Σε γενικό επίπεδο, ο οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει ότι το Δόγμα Trump δεν κινείται μόνο στα πλαίσια της προκαθορισμένης κλασσικής «Pax Americana» και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ούτε στα πλαίσια του απομονωτισμού, αλλά σε μία ιδιότυπη μορφή, αυτή της εξισορρόπησης ισχύος, της ανακατανομής, της εμβάθυνσης, της αλληλεξάρτησης στις σχέσεις, του οφέλους μιας επιτυχημένης συνεργασίας και του συγκριτικού πλεονεκτήματος μέσα από αυτή. Αναγνωρίζοντας εν τούτοις, ότι για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά δεν θα πρέπει να πάει με το σταυρό στο χέρι, αλλά να ακολουθήσει την πολιτική του καρότου και του μαστιγίου και στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή των δασμών και των κυρώσεων. Επίσης, να αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός πραγματικού πολέμου που θα ήταν ανώφελος, δαπανηρός και καταστροφικός για το σύνολο της ανθρωπότητας. Πλέον ναι, θα μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά ότι αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το Δόγμα Trump. Βέβαια, για το εάν το όνομα του γραφτεί στην ιστορία με μελανά ή με χρυσά γράμματα, η συνέχεια θα δείξει, όπως και τα αποτελέσματα της πολιτικής του μετά την λήξη της επόμενης θητείας.
Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ασχολείται εδώ και δύο χρόνια με την αρθρογραφία, όσον αφορά τις Διεθνείς Σχέσεις και την Διεθνή Πολιτική. Καταπιάνεται ενεργά με την έρευνα, είτε από μόνη της, είτε μέσω των thinks tanks, στα οποία βρίσκεται και δηλώνει λάτρης της Μουσικής. Όσο από ξένες γλώσσες, μιλάει Αγγλικά και Ισπανικά.