Του Ιάσονα Χαλκίδη,
Όπως είναι ευρέως γνωστό εδώ και πολλά χρόνια το γεγονός ότι οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τους βαλκάνιους γείτονές της, αλλά και με τις πιο γειτνιάζουσες με αυτήν βαλκανικές χώρες, όπως η Σερβία και η Ρουμανία, αποτελεί έναν βασικότατο γνώμονα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα για αυτό το λόγο, ήταν και είναι ιδιαιτέρως δραστήρια ως προς την διατήρηση ενός καλού και εύφορου κλίματος καλής γειτονίας, διμερούς και διακρατικής συνεργασίας με τα προαναφερθέντα κράτη, περνώντας όμως βέβαια ανά περιόδους, μέχρι και στις μέρες μας, αρνητικές στιγμές και κακώς διπλωματικά κείμενα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, οι ελληνοαλβανικές διασυνοριακές σχέσεις, και το ζήτημα του Κοσόβου.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας τα παραπάνω, βλέπουμε πως η κινητικότητα της Ελλάδας στα πλαίσια της Βαλκανικής σκακιέρας και των θεμάτων που άπτονται των διμερών σχέσεων με τις γειτονικές με αυτήν χώρες, μόνο νωχελική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς από τα μέσα του Καλοκαιριού του 2017 μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα ηγήθηκε πολλών πρωτοβουλιών για τη διενέργεια συναντήσεων διμερώς ή πολυμερώς με γειτονικές χώρες. Σε αυτές τις πρωτοβουλίες θα μπορούσαμε να εντάξουμε τις διμερείς συναντήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τους αντίστοιχους ομολόγους του από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την ΠΓΔΜ, αλλά και τις διάφορες σημαντικές συνόδους και πολυμερείς συναντήσεις που έλαβαν χώρα στα τέλη του 2017 και στις αρχές του 2018.
Αναφερόμενοι στις τελευταίες, ομιλούμε για την τετραμερή Σύνοδο της Βάρνας μεταξύ Βουλγαρίας, Ελλάδας, Ρουμανίας και Σερβίας και την 2η Υπουργική Συνάντηση της Θεσσαλονίκης μεταξύ Αλβανίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και ΠΓΔΜ στις αρχές του Οκτωβρίου του 2017 και τις τετραμερής συναντήσεις μεταξύ Βουλγαρίας, Ελλάδας, Ρουμανίας και Σερβίας σε Βουκουρέστι και Θεσσαλονίκη στα τέλη Απριλίου και στις αρχές Ιουλίου. Ακόμη, άξια αναφοράς αποτελούν αρχικά το γεγονός της συμμετοχής της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής για τα Δυτικά Βαλκάνια που έγινε στο Λονδίνο στις 10 Ιουλίου με πρωτοβουλία της Γερμανίας, όπου συζητήθηκαν θέματα που αφορούσαν τις ενταξιακές διαδικασίες στην ΕΕ των 6 χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία & Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜ και Σερβία), καθώς και η ενεργότατη συμμετοχή της Ελλάδας στις εργασίες του Οργανισμού της Οικονομικής Συνεργασίας στη Μαύρη Θάλασσα, στον οποίο, εκτός της ΠΓΔΜ, όλα τα άλλα γειτονικά με την Ελλάδα βαλκανικά κράτη είναι μέλη.
Στα πλαίσια αυτών των συναντήσεων και συνόδων αντιστοίχως, επιτεύχθηκαν σημαντικές δράσεις και συμφωνίες εμπορικής και οικονομικής φύσεως όπως για παράδειγμα η Συμφωνία της Καβάλας για την κατασκευή της εμπορικής Σιδηροδρομικής Γραμμής Θεσσαλονίκης-Ρούσε με στόχο την διεύρυνση του Βαλκανικού εμπορικού και ενεργειακού χάρτη, συμφωνίες για διασυνοριακή συνεργασία των Βαλκανικών κρατών και για την επίτευξη πιο εποικοδομητικών συνθηκών συνεργασίας στα πλαίσια της ασφάλειας και του μεταναστευτικού. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα εμμέσως πλην σαφώς, εγκαθίδρυσε το στάτους της ως ηγέτιδα δύναμη στο Βαλκανικό χώρο και το ρόλο της ως μπροστάρη στην προώθηση των Βαλκανίων ως ενός ακρογωνιαίας σημασίας γεωγραφικού χώρου, παρά τις όσες δυσκολίες και ή τις έντονες διαφωνίες που μπορεί να ανέκυψαν στα πλαίσια διμερών διαπραγματεύσεων πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, με τρανταχτό παράδειγμα φυσικά τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό. Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα βρήκε στο πρόσωπο της Βουλγαρίας, με αφορμή και την φετινή βουλγαρική ευρωπαϊκή προεδρεία, έναν πολύ σημαντικό εταίρο στα πλαίσια της προώθησης της χερσονήσου σε όλους τους δυνατούς τομείς (γεωστρατηγικά, οικονομικά, πολιτικά κ.α.) αλλά και της εξομάλυνσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.
Εν συνεχεία, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η Ελλάδα, παρά τις αισιόδοξες προσπάθειες της για μια σειρά θετικών αλλαγών στο υπάρχον βαλκανικών status quo, συνάντησε ορισμένους σκοπέλους αναφορικά με ορισμένα σημαντικά θέματα που αφορούν αυτήν και συνορεύουσες με την Ελλάδα χώρες, κυρίως με την ΠΓΔΜ αρχικά, και έπειτα με την Αλβανία.
Το βασικότερο παράδειγμα τέτοιας διαφοράς απόψεων, παρατηρήθηκε εμφανώς λίαν προσφάτως, στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό ζήτημα της δεύτερης. Το εν λόγω θέμα τελικώς μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και συναντήσεις των πολιτικών ηγετών των δύο χωρών μεταξύ τους, αλλά και με τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ στο εν λόγω ζήτημα, αλλά και διαδοχικές υποχωρήσεις όπως για παράδειγμα η μετονομασία τοπωνυμίων της ΠΓΔΜ από την μια, και η μερική υποχώρηση της Ελλάδας ως προς το θέμα των αλλαγών στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ από την άλλη, χαρακτηρίστηκε από ένα τολμηρό μπάσιμο για την επίλυσή του, με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, που χαιρετίστηκε ένθερμα από τις χώρες της Δύσης. Πλέον, στον ορίζοντα απομένουν οι τελευταίες πινελιές πάνω στο επί σειρά ετών επίμαχο ζήτημα, με την ΠΓΔΜ να διοργανώνει δημοψήφισμα στις 30 Σεπτεμβρίου για την υιοθέτηση ή μη της συμφωνίας, με δημοσκοπήσεις να δείχνουν την πλειοψηφία του γειτονικού λαού να είναι υπέρ της συμφωνίας, η οποία φυσικά, αφού εγκριθεί και από την ελληνική Βουλή, θα αποτελέσει ένα βήμα μπρος για την γειτονική χώρα, όσον αφορά την διαδικασία ένταξης της αρχικά στους κόλπους του ΝΑΤΟ, και μεταγενέστερα της ΕΕ. Όλα αυτά θα αποσαφηνιστούν λίαν συντόμως και θα φανεί εν τέλει αν θα δοθεί μια οριστική λύση στην οικοδόμηση αυτού του ιστορικά και διπλωματικά αποδεδειγμένου «Γεφυριού Της Άρτας».
Επιπρόσθετα, ένας ακόμα σκόπελος που ανακύπτει στις σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της, είναι οι διαφορές της σε ορισμένα ζητήματα, με την Αλβανία. Είναι κοινώς αποδεκτό διαχρονικά, πως οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι ιδιαίτερες και κατά καιρούς ταραχώδεις, με ζητήματα όπως το θέμα του Κοσόβου, το ζήτημα των συνόρων των δυο χωρών και το χρόνιο θέμα της αντιμετώπισης της ελληνικής μειονότητας από την Αλβανική κυβέρνηση, να έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ελληνοαλβανικές διαπραγματεύσεις. Ειδικότερα, για το πρώτο, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τις ιδιαίτερα άτσαλες δηλώσεις του Ευρωπαίου Επιτρόπου Χαν, υπάρχει ιδιαίτερη κινητικότητα τον τελευταίο καιρό, με τους ηγέτες των δύο χωρών να κάνουν λόγω για τη σύναψη συμφωνίας πάνω σε ένα νέο έγγραφο στρατηγικής συνεργασίας, γενικότερα πάνω στα φλέγοντα θέματα των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Όσον αφορά το δεύτερο πολύπλοκο ζήτημα του Κοσόβου, η Ελλάδα παρουσιάζεται ιδιαίτερα προβληματισμένη στις οργανωμένες τάσεις της Αλβανίας και του Κοσόβου για κοινή στάση και πολιτική σε ορισμένα ζητήματα όπως παραδείγματος χάρη η οικονομία, κρατώντας σταθερά την παραδοσιακή στάση της μη αναγνώρισης του Κοσόβου (όπως ακριβώς και η Ισπανία, η Κύπρος, η Ρουμανία και η Σλοβακία) και της στήριξης της Σερβίας ως προς αυτό το θέμα. Ακόμη, η ελληνική πλευρά, βρίσκεται διπλωματικώς σε επικοινωνία με την Πρίστινα μέσω του Ελληνικού Γραφείου Σύνδεσης αλλά και μέσω συναντήσεων σε επίπεδο συναντήσεων πολιτικών αρχηγών και υπουργών εξωτερικών. Τέλος, στόχος των κινήσεων αυτών, είναι βέβαια η ύπαρξη και η διατήρηση ενός σταθερού δίαυλου επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Κοσόβου αλλά και της γεφύρωσης των σχέσεων μεταξύ του Βελιγραδίου και της Πρίστινα, που όπως φαίνεται και από τις πιέσεις που δέχονται από τη Δύση, δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να υπάρξει στο μέλλον μια συμφωνία «ανάλογη με τη Συμφωνία των Πρεσπών» πάνω σε αυτό χρόνιο επίμαχο ζήτημα.
Εν κατακλείδι, από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει πως παρά τις προσπάθειες της Ελλάδας, αλλά και συλλογικά όλης της Βαλκανικής γειτονιάς, για την διενέργεια βημάτων ανάπτυξης για την περιοχή, κατά τη διάρκεια του θερμού όπως ακόμα φαίνεται 2018, η «Βαλκανική σαλάτα» παραμένει καλά ανακατεμένη, γεγονός που θα πρέπει να παρακινήσει τους ηγέτες των ενδιαφερόμενων για ορισμένα θέματα χωρών, να αφήσουν πίσω τις διαφορές τους και τις όποιες σκληρές εθνικές διεκδικήσεις και να πορευτούν ως σύνολο στην εύρεση εποικοδομητικών λύσεων που θα βοηθούν και θα ωφελούν τους πάντες σε πολυμερές επίπεδο. Γιατί πάντα σε μια γειτονιά, το συλλογικό είναι πάντα πάνω από το ατομικό συμφέρον του καθενός, μέχρι όμως κάποιος να υπερπηδήσει τον «φράκτη του άλλου».
Είναι βαλκανιολόγος, 25 χρονών και κατάγεται από την Θεσσαλονίκη. Κάνει το μεταπτυχιακό του στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, με ιδιότητα τις Δημόσιες Σχέσεις και τη Διοίκηση, στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία. Έχει διατελέσει ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, έχει αρθρογραφήσει σε ιστοσελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά και ομιλεί 5 ξένες γλώσσες.