Της Έφης Θανοπούλου,
Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις στη χώρα μας. Χαρακτηριστικό είναι πως από το 2013 έως το 2018 έχουν σημειωθεί πάνω από 14.000 τέτοια περιστατικά και οι γυναίκες αποτελούν το 80% των θυμάτων, σύμφωνα με τα στατιστικά του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, μία στις τρεις γυναίκες θα αντιμετωπίσει κάποια στιγμή στη ζωή της σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της και μία στις πέντε γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Την ίδια χρονική περίοδο, κατεγράφησαν στην χώρα πάνω από 800 περιστατικά βιασμών, με τα θύματα στην πλειοψηφία τους να είναι και πάλι γυναίκες.
Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας αναπτύσσεται ραγδαία και στην ελληνική κοινωνία χωρίς να κάνει διακρίσεις σε επαγγέλματα και κοινωνικές τάξεις. Δυστυχώς, παρά την ύπαρξη νομικού πλαισίου για την αντιμετώπισή της, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται διαρκώς, ενώ ορισμένες φορές έχουν θλιβερή κατάληξη. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας είναι συνήθως γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, μόρφωσης και οικονομικής και κοινωνικής προέλευσης. Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, παρά την διαρκή προβολή του θέματος από τα ΜΜΕ δε γνωρίζουν επαρκώς το ισχύον νομικό πλαίσιο προκειμένου να αντιδράσουν εγκαίρως και να προστατευτούν. Το γεγονός αυτό τονίζει την έντονη ανάγκη να παρουσιαστεί το ισχύον νομικό πλαίσιο με απλά λόγια.
Σύμφωνα και με τις πρόσφατες τροποποιητικές αλλαγές του σχετικού νόμου για την ενδοοικογενειακή βία (Νόμος 3500/2006), από τις διατάξεις του καλύπτονται η οικογένεια ή η κοινότητα που αποτελείται από τους συζύγους «ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης» ή τους γονείς και τους συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων ο επίτροπος, ο δικαστικός παραστάτης ή ο ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια. Επίσης, οι διατάξεις για την ενδοοικογενειακή βία εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, στους τέως συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους τέως μόνιμους συντρόφους».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύονται μόνο τα μέλη της «παραδοσιακής οικογένειας» αλλά και η «κοινότητα που αποτελείται από συζύγους», οι μόνιμοι σύντροφοι και τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης. Με τις πρόσφατες τροποποιήσεις λοιπόν διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου προκειμένου να προστατεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα.
Είναι κρίσιμο να γίνει αντιληπτό ότι στο νόμο ως ενδοοικογενειακή βία δεν ορίζεται μόνο η σωματική κάκωση/βλάβη, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας αλλά και η πρόκληση ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος. Κατά συνέπεια τα θύματα της ενδοικογενειακής βίας δεν είναι απαραίτητο να έχουν υποστεί σωματική βλάβη αρκεί και η έντονη λεκτική κακοποίηση που μπορεί να προκαλέσει ψυχικό πόνο σε αυτά. Σε αυτό το σημείο είναι δέον να επιστήσουμε την προσοχή μας διότι είναι σύνηθες η λεκτική βία να προηγείται της σωματικής και κατά συνέπεια η έγκυρη προσφυγή του θύματος στον μηχανισμό προστασίας και η σωστή αντιμετώπιση του από την αστυνομία αποτελεί κλειδί σε πολλές περιπτώσεις για την αποφυγή και χειρότερων περιστατικών. Η ποινική μεταχείριση των δραστών είναι σαφώς δυσμενέστερη με επαύξηση της επιβληθείσας ποινής όταν θύματα της οικογενειακής βίας είναι ανήλικοι.
Αν και μέχρι πριν από μερικά χρόνια, υπήρχε η αντίληψη ότι οι κακοποιημένες γυναίκες προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία ανατρέπει αυτή την άποψη. Η γυναίκα που βιώνει κακοποίηση μπορεί να είναι πλούσια ή φτωχή, άνεργη ή επιτυχημένη επαγγελματίας, νέα ή ηλικιωμένη, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τη φυλή, την εθνικότητα ή το χρώμα. Ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα,το μεγαλύτερο ποσοστό των κακοποιημένων γυναικών ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 18-60 ετών και περιλαμβάνει όλα τα μορφωτικά επίπεδα.
Η βία είναι μία κατάσταση η οποία μπορεί να ξεκινήσει ως μία «απλή και αθώα» συμπεριφορά και με την πάροδο του χρόνου να εξελιχθεί σε μία δραματικά βίαιη πράξη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, γιατί ο δράστης έχει μάθει να φέρεται βίαια, καθώς μπορεί να έχει υπάρξει μάρτυρας σκηνών βίας, είτε θύμα βίαιης συμπεριφοράς. Όταν μάλιστα η συμπεριφορά του αυτή ενισχύεται μέσω επιβράβευσης από το περιβάλλον του, μαθαίνει όχι μόνο να είναι βίαιο, αλλά και να δικαιολογεί ηθικά και κοινωνικά την καταχρηστική του συμπεριφορά.
Οι γυναίκες που είναι θύματα βίας πρέπει να λύσουν τη σιωπή τους και να καταγγείλουν την βία του υφίστανται. Οποιαδήποτε πληροφοριακό στοιχείο είναι χρήσιμο. Αρκεί οποιαδήποτε πληροφόρηση για να δοθεί το έναυσμα για έρευνα. Υπάρχει λοιπόν ένα ισχυρό ισχύον νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Στην πράξη το θύμα θα πρέπει να πάει άμεσα στην αστυνομία και να καταγγείλει το περιστατικό. Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να καλέσει το 100 ή να επικοινωνήσει με το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Ειδάλλως μπορεί να καλέσει τη γραμμή για γυναίκες θύματα βίας (15900). Ο αστυνομικός έχει καθήκον εχεμύθειας και οφείλει να ενημερώσει το θύμα για τους φορείς που μπορούν να το βοηθήσουν. Επισημαίνεται δε ότι η δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως και δεν απαιτείται η πληρωμή παράβολου από το θύμα.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι βάσει του ίδιου νόμου οι εκπαιδευτικοί εφόσον αντιληφθούν περιστατικό ενδοικογενειακής βίας σε μαθητή τους πρέπει να ενημερώσουν τον Διευθυντή και αυτός με τη σειρά του τον αρμόδιο εισαγγελέα ή την πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Ο ρόλος λοιπόν του εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντικός καθώς ανήλικο θύμα ενδοοικογενειακής βίας ενδεχομένως να μιλήσει στους δασκάλους του. Σημαντική εξίσου είναι και η συμβολή του ιατροδικαστή και των ψυχολόγων που θα πρέπει να στηρίξουν το θύμα ώστε να ξεπεράσει, όσο είναι εφικτό, αυτή την τραυματική εμπειρία που βίωσε. Είναι υποχρέωση όλων μας να σταθούμε δίπλα στα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας και να τα στηρίξουμε. Η κοινωνία πρέπει να είναι αρωγός και όχι αδιάκριτος παρατηρητής σε φαινόμενα οικογενειακής βίας, προκειμένου να περιοριστούν.
Η ενδοοικογενειακή βία δε δύναται να αντιμετωπιστεί μόνο με τη συνδρομή του δικαίου. Η συνδρομή του περιορίζεται στα περιστατικά που έχουν ήδη εκδηλωθεί. Είναι θέμα της παιδαγωγικού συστήματος, της κοινωνίας και πρωτίστως της οικογένειας να διαμορφώσουν προσωπικότητες που δεν θα χρησιμοποιούν τη βία σε οποιαδήποτε μορφή της και ο ρόλος του δικαίου είναι κατασταλτικός.
Βιβλιογραφία
- Δημόπουλου Χ., Το σχέδιο νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», Ποινική Δικαιοσύνη, 2006, σ. 1044.
- Δημόπουλου Χ., ό.π., σ. 1044, Σκλάβου Κ., «Ενδοοικογενειακή βία και κοινωνική ένταξη αλλοδαπών γυναικών», έκδ. 2008, σ. 43-44.
- Μαγγανά Α., «Η ενδοσυζυγική βία ή ένας κόσμος όμορφος αγγελικά πλασμένος», Ποινική Δικαιοσύνη, 1999, σ. 70-71.
- Στεφανίδου Α., «Ενδοοικογενειακή Βία», έκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 21.
- Παπαθεοδώρου Θ., «Η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας. Συγκριτική προσέγγιση», Ποινική Δικαιοσύνη, 2007, σ. 72.
- Βλάχου Β., «Η κοινωνιολογική διερεύνηση της ενδοοικογενειακής βίας: Θεωρητικές προσεγγίσεις, μεθοδολογικοί προβληματισμοί και θεσμικές παρεμβάσεις», Ποινική Δικαιοσύνη, 2007, σ. 626, Στεφανίδου Α., ό.π., σ. 29.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, όπου κατοικεί και εργάζεται ως Δικηγόρος στο ιδιόκτητο Δικηγορικό της Γραφείο στην πόλη των Τρικάλων. Είναι απόφοιτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, του τμήματος της Νομικής και έχει ειδικευτεί στο Ποινικό Δίκαιο, στο Εμπορικό Δίκαιο και Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Έχει συμμετάσχει σε πλείονες ημερίδες και συνέδρια σε αντικείμενο τους προαναφερθέντες τομείς δικαίου, ενώ έχει σημαντική εθελοντική δράση σε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένους φορείς κοινωνικής δράσης. Συγγράφει στην θεματική ενότητα των Νομικών Θεμάτων με αντικείμενο το Ποινικό και Εμπορικό Δίκαιο.